προβλεπτικοῦ

προβλεπτικοῦ
προβλεπτικός
able to foresee
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προβλεπτικότητα — η, Ν η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού προβλεπτικού, το να αντιλαμβάνεται κανείς κάτι πριν ακόμη συμβεί και να φροντίζει έγκαιρα για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων μελλοντικών δυσχερειών, προνοητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβλεπτικός. Η λ …   Dictionary of Greek

  • προβλεπτικότητα — η η ιδιότητα του προβλεπτικού, η προνοητικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”